ἐξηκοντάκι

ἐξηκοντάκι
ἐξηκοντᾰκι
1 sixty times

ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἐξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.99


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑξηκοντάκι — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηκοντάκις — (AM ἑξηκοντάκις, Α και τ. ἑξηκοντάκι) [εξήκοντα] επίρρ. εξήντα φορές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”