- ἐξηκοντάκι
- ἐξηκοντᾰκι1 sixty times
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἐξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.99
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἐξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.99
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἑξηκοντάκι — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηκοντάκις — (AM ἑξηκοντάκις, Α και τ. ἑξηκοντάκι) [εξήκοντα] επίρρ. εξήντα φορές … Dictionary of Greek